εξανθώ

εξανθώ
και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, -έω)
1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία)
2. εμφανίζω εξανθήματα
3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου
4. (για χρώματα) ξεθωριάζω
5. (για κρασί) ξεθυμαίνω
αρχ.
1. (για τρίχωμα) φυτρώνω
2. (μτβ.) αναδίνω («ἐξήνθησε φλόγα», Πλούτ.)
3. αναφαίνομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι, δείχνομαι (α. «ὡς αἱματηρὸν πέλαγος ἐξανθεῑν ἁλός», Ευρ. β. «αὖθις ἐξήνθησαν αἱ κακίαι», Πλούτ.)
4. χάνω την ανθηρότητά μου, παρακμάζω, εκφυλίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξανθῶ — ἐξανθέω put out flowers pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξανθέω put out flowers pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξανθέω put out flowers pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξανθέω put out flowers pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • εξάνθημα — το (AM ἐξάνθημα) [εξανθώ] δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή αρχ. μσν. άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.) αρχ. μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • εξανθίζω — και εξανθώ, έω (AM ἐξανθίζω) 1. κάνω κάτι ν ανθίσει 2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια 3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία αρχ. 1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ,… …   Dictionary of Greek

  • περιεξανθώ — έω, Α καλύπτομαι ολόγυρα από εξανθήματα, βγάζω παντού εξανθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐξανθῶ «βγάζω εξανθήματα»] …   Dictionary of Greek

  • προεξανθώ — έω, Α βγάζω άνθος πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξανθῶ «ανθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξανθώ — έω, Α [ἐξανθῶ] ανθίζω μαζί …   Dictionary of Greek

  • υπερεξανθώ — έω, Α ανθίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐξανθῶ «ανθίζω, λουλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”